- ιππομανής
- -ές (Α ἱππομανής, -ές)νεοελλ.1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππουςαρχ.1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανέςα) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασαβ) το φυτό κάππαριςγ) μικρή μαύρη σαρκώδης ουσία που έχει ο νεογέννητος πώλος στο μέτωπο και που, αν τήν έπαιρναν πριν τή γλείψει η φοράδα που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό φίλτρο («ὅταν τέκῃ ἡ ἵππος... ἀπεσθίει τοῡ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῡ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῑται ἱππομανές·... τοῡτο αἱ φαρμακίδες ζητοῡσι καὶ συλλέγουσιν», Αριστοτ.)δ. υγρό που ρέει από το γεννητικό μόριο τής φοράδας κατά την ώρα τής οχείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής, οινο-μανής].
Dictionary of Greek. 2013.